- καμηλοπάρδαλη
- girafe
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καμηλοπάρδαλη — (Αστρον.). Αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Κασσιόπης, του Περσέα, του Ηνίοχου και της Μεγάλης Άρκτου και σχηματίζεται από τέσσερα αστέρια, μεγέθους κάτω του 4ου. Διεθνώς ονομάζεται Camelopardalis και… … Dictionary of Greek
καμηλοπάρδαλη — η μεγαλόσωμο μηρυκαστικό ζώο με μακρύ λαιμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Giraffa camelopardalis — Jirafa … Wikipedia Español
ιππάρδιον — ἱππάρδιον, τὸ (Α) (αμφίβ. Υρφ. στον Αριστοτ.) πιθ. η καμηλοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + πάρδ ιον (< πάρδος + υποκορ. κατάλ. ιον)] … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
ναβίς — (; – 192 π.Χ.). Τύραννος της Σπάρτης, απόγονος ίσως του έκπτωτου βασιλιά Δημάρατου. Το 207 π.Χ. κατέλαβε με τους μισθοφόρους του την εξουσία και εγκαθίδρυσε στη Σπάρτη τυραννίδα. Ακολούθησε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα κοινωνικής εξίσωσης του… … Dictionary of Greek
ναβούς — ναβοῡς, ὁ (Α) καμηλοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. αιθιοπικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
οκάπι — το ζωολ. κοινή ονομασία αρτιοδάκτυλου μηρυκαστικού τής Αφρικής, τής οικογένειας giraffidae, στην οποία ανήκει και η καμηλοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. okapi, λ. προερχόμενη από ιθαγενή ονομ. τής Αφρικής] … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… … Dictionary of Greek
αειφανείς αστέρες — (Αστρον.).Ονομασία των αστέρων που βρίσκονται συνέχεια πάνω από τον ορίζοντα και δεν ανατέλλουν ούτε δύουν ποτέ. Επειδή σε έναν τόπο το ύψος (έξαρμα) του πόλου πάνω από τον ορίζοντα ισούται με το πλάτος του τόπου (φ), όλοι οι αστέρες που έχουν… … Dictionary of Greek